-
1 ἐπεκτρέχω
A sally out upon or against,πελτασταῖς ἐκ τοῦ τείχους X.HG4.4.17
: abs., ib.6.2.17: c. acc., raid, Paus.1.20.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεκτρέχω
См. также в других словарях:
επεκτρέχω — ἐπεκτρέχω (Α) 1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.) 2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω … Dictionary of Greek